- ρητίνη
- Μεγάλος ορεινός οικισμός (υψόμ. 550 μ.), στην πρώην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (54 τ. χλμ.).
* * *η / ῥητίνη, ΝΑη φυσική ρητίνη και ιδίως του πεύκου, το ρετσίνινεοελλ.1. συν. στον πληθ. οι ρητίνεςχημ. ασαφής συνοπτική ονομασία μακρομοριακών χημικών ενώσεων φυσικής ή συνθετικής προέλευσης που έχουν τη μορφή στερεού ή παχύρρευστου υγρού και χρησιμοποιούνται στις βιομηχανίες πλαστικών υλών, βαφών, μελανιών, βερνικιών, συγκολλητικών υλών κ.λπ.2. φρ. «φυσική ρητίνη»(βοτ.-χημ.) μίγμα ενώσεων μεγάλου μοριακού βάρους το οποίο εκκρέει από ορισμένα φυτά, ιδίως τα κωνοφόρα, όταν αυτά τραυματιστούν στον φλοιό τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για δάνεια λ., όπως και το λατ. resina (πρβλ. λ. ρετσίνα)].
Dictionary of Greek. 2013.